- πεπαρεῖν
- πεπαρεῖνdisplayaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπαρείν — και δ. γρφ. πεπορεῑν Α (στον Πίνδ. και κατά τον Ησύχ.) το να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει κανείς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. απαρεμφάτου αορ. με διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ., ενδεικτικός τού λεξιλογίου της μαντικής και τού μυστικισμού. Η σύνδεση… … Dictionary of Greek
πεπαρεύσιμος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εὔφραστος, σαφής». [ΕΤΥΜΟΛ. < απρμφ. αορ. πεπαρεῖν* + εύσιμος, αναλογικά προς τα επίθ. σε ιμος από ρ. σε εύω (πρβλ. διαπραγματεύομαι: διαπραγμάτευσις: διαπραγματεύσιμος)] … Dictionary of Greek
πεπορείν — Α (δ. γρφ.) βλ. πεπαρεῑν … Dictionary of Greek
pā̆ r- — pā̆ r English meaning: to show; be visible Deutsche Übersetzung: “zeigen; sichtbar sein” Material: Gk. πεπαρεῖν “vorzeigen”, πεπαρεύσιμον εὔφραστον, σαφές Hes.; Lat. püreō, ēre “appear, seem, be visible, sich zeigen; Folge… … Proto-Indo-European etymological dictionary